- συνομαλύνω
- Αεξομαλύνω τελείως, καθιστώ κάτι εντελώς λείο («τὸν τόπον συνομαλύνας ἐνῳκοδόμησε τὰ δικαστήρια», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμαλύνω «ισιώνω, εξομαλύνω» (< ὁμαλός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομαλύνας — συνομαλύ̱νᾱς , συνομαλύνω make quite level aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) συνομαλύ̱νᾱς , συνομαλύνω make quite level aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομαλίζω — Α συνομαλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμαλίζω «εξομαλύνω, ισοπεδώνω» (< ὁμαλός)] … Dictionary of Greek